στο λεξικό PONS
learn·ed ˈjour·nal ΟΥΣ
I. learn <learned [or βρετ a. learnt], learned [or βρετ a. learnt]> [lɜ:n, αμερικ lɜ:rn] ΡΉΜΑ μεταβ
1. learn (acquire knowledge, skill):
II. learn <learned [or βρετ a. learnt], learned [or βρετ a. learnt]> [lɜ:n, αμερικ lɜ:rn] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. learn (master):
jour·nal [ˈʤɜ:nəl, αμερικ ˈʤɜ:r-] ΟΥΣ
1. journal:
2. journal (diary):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
| I | learn |
|---|---|
| you | learn |
| he/she/it | learns |
| we | learn |
| you | learn |
| they | learn |
| I | learned / βρετ επίσ learnt |
|---|---|
| you | learned / βρετ επίσ learnt |
| he/she/it | learned / βρετ επίσ learnt |
| we | learned / βρετ επίσ learnt |
| you | learned / βρετ επίσ learnt |
| they | learned / βρετ επίσ learnt |
| I | have | learned / βρετ επίσ learnt |
|---|---|---|
| you | have | learned / βρετ επίσ learnt |
| he/she/it | has | learned / βρετ επίσ learnt |
| we | have | learned / βρετ επίσ learnt |
| you | have | learned / βρετ επίσ learnt |
| they | have | learned / βρετ επίσ learnt |
| I | had | learned / βρετ επίσ learnt |
|---|---|---|
| you | had | learned / βρετ επίσ learnt |
| he/she/it | had | learned / βρετ επίσ learnt |
| we | had | learned / βρετ επίσ learnt |
| you | had | learned / βρετ επίσ learnt |
| they | had | learned / βρετ επίσ learnt |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- lean-to
- leap
- leapfrog
- leap out
- leapt
- learned journal
- learner
- learner driver
- learning
- learning by imitation
- learning curve