στο λεξικό PONS
ˈcen·ter ΟΥΣ ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ
center → centre
I. cen·tre, αμερικ cen·ter [ˈsentəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΟΥΣ
1. centre (middle):
3. centre (place or building):
4. centre (area of concentration):
5. centre ΜΑΘ:
- centre of a circle
-
6. centre ΑΘΛ:
II. cen·tre, αμερικ cen·ter [ˈsentəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΡΉΜΑ μεταβ
health [helθ] ΟΥΣ no pl
1. health (bodily wellness):
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.