Oxford Spanish Dictionary
traje1 ΟΥΣ αρσ
traje2
traje → traer
I. traer ΡΉΜΑ μεταβ
1. traer (de un lugar a otro):
2. traer (ocasionar, causar):
3. traer (contener):
4.1. traer ropa/sombrero:
II. traer ΡΉΜΑ αμετάβ
III. traerse ΡΉΜΑ vpr
1. traerse (enfático):
2. traerse οικ (tramar):
traje isotérmico ΟΥΣ αρσ
στο λεξικό PONS
traje ΟΥΣ αρσ
2. traje (de hombre):
traje [ˈtra·xe] ΟΥΣ αρσ
2. traje (de hombre):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.