Oxford Spanish Dictionary
momio1 (momia) ΕΠΊΘ
1. momio carne:
- momio (momia)
-
2. momio Χιλ οικ, μειωτ ΠΟΛΙΤ:
- momio (momia)
-
momio3 (momia) ΟΥΣ αρσ (θηλ) Χιλ οικ, μειωτ
- momio (momia)
-
στο λεξικό PONS
momio (-a) [ˈmo·mjo, -a] ΕΠΊΘ
- momio (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.