στο λεξικό PONS
Sie1 <γεν Ihrer, δοτ Ihnen, αιτ Sie> [zi:] ΑΝΤΩΝ πρόσ, 2. πρόσ ενικ o πλ, mit 3. πρόσ πλ ρήμα gebraucht
sie <γεν ihrer, δοτ ihr, αιτ sie γεν ihrer, δοτ ihnen, αιτ sieihrer, ihr, sie> [zi:] ΑΝΤΩΝ πρόσ, 3. πρόσ
1. sie < γεν ihrer, δοτ ihr, αιτ sie> ενικ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.