στο λεξικό PONS
 
  
 I. eng <enger, am engsten> [ɛŋ] ΕΠΊΘ
4. eng (beschränkt):
7. eng (eingeschränkt):
II. eng <enger, am engsten> [ɛŋ] ΕΠΊΡΡ
1. eng (knapp):
2. eng (dicht):
eng be·freun·det, eng·be·freun·det ΕΠΊΘ προσδιορ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
  
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
