En·kel1(in) <-s, -> [ˈɛŋkl̩] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Enkel (Kind des Kindes):
- Enkel(in)
-
2. Enkel (später Nachfahr):
- Enkel(in)
-
- politischer Enkel
-
En·kel2 <-s, -> [ˈɛŋkl̩] ΟΥΣ αρσ ιδιωμ (Fußknöchel)
- Enkel
-
-
- Enkelin θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- politischer Enkel