στο λεξικό PONS
cross-ˈbor·der ΕΠΊΘ
I. with·in [wɪˈðɪn] ΠΡΌΘ
1. within τυπικ (inside of):
2. within (confined by):
4. within (in limit of):
5. within (in less than):
grenz·über·schrei·tend ΕΠΊΘ προσδιορ
I. län·der·über·grei·fend ΕΠΊΘ αμετάβλ
II. län·der·über·grei·fend ΕΠΊΡΡ
Grenz·gän·ger(in) <-s, -> ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Grenzgänger (in anderem Land arbeitend):
2. Grenzgänger (zwischen verschied. Kunstrichtungen):
Wa·ren·ver·kehr <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ αρσ kein πλ ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
cross-border ΕΠΊΘ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
cross-border commuter
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.