στο λεξικό PONS
I. ˈcross·over ΟΥΣ
1. crossover (place):
- crossover
-
- crossover
-
- crossover ΣΙΔΗΡ
-
II. ˈcross·over ΟΥΣ modifier
crossover (album, music):
- crossover
-
- crossover study ΙΑΤΡ
- Kreuzstudie θηλ
crossover distortion ΟΥΣ
- crossover distortion ΤΗΛ
-
cross-over mirror ΟΥΣ
-
- Frontspiegel αρσ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
crossover value ΟΥΣ
- crossover value
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
crossover point ΥΠΟΔΟΜΉ
- crossover point
-
- Überleitung ΥΠΟΔΟΜΉ
- crossover point
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- crossover study ΙΑΤΡ
- Kreuzstudie θηλ