στο λεξικό PONS
com·ˈmu·nity cen·tre, αμερικ com·ˈmu·nity cen·ter ΟΥΣ
I. com·mu·nity [kəˈmju:nəti, αμερικ -nət̬i] ΟΥΣ
1. community ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ:
2. community (group):
3. community no pl (togetherness):
4. community no pl (public):
5. community ΟΙΚΟΛ:
II. com·mu·nity [kəˈmju:nəti, αμερικ -nət̬i] ΟΥΣ modifier
ˈcen·ter ΟΥΣ ΡΉΜΑ μεταβ αμερικ
center → centre
I. cen·tre, αμερικ cen·ter [ˈsentəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΟΥΣ
1. centre (middle):
3. centre (place or building):
4. centre (area of concentration):
5. centre ΜΑΘ:
- centre of a circle
-
6. centre ΑΘΛ:
II. cen·tre, αμερικ cen·ter [ˈsentəʳ, αμερικ -t̬ɚ] ΡΉΜΑ μεταβ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
community ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
community ΟΥΣ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
community
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.