στο λεξικό PONS
I. cap1 [kæp] ΟΥΣ
1. cap (hat):
2. cap esp βρετ ΑΘΛ:
3. cap:
4. cap ΓΕΩΛ:
-
- Deckschicht θηλ
5. cap (limit):
7. cap (for toy gun):
-
- Spielzeugpatrone θηλ
II. cap1 <-pp-> [kæp] ΡΉΜΑ μεταβ
1. cap ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ (limit):
2. cap esp βρετ ΑΘΛ:
cap2 [kæp] ΟΥΣ
cap ΤΥΠΟΓΡ συντομογραφία: capital [letter]
CAP [ˌsi:eɪˈpi:] ΟΥΣ
CAP EE συντομογραφία: Common Agricultural Policy
Com·mon Ag·ri·ˈcul·tur·al Poli·cy, CAP ΟΥΣ EE
I. budg·et [ˈbʌʤɪt] ΟΥΣ
1. budget (financial plan):
2. budget (government):
II. budg·et [ˈbʌʤɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
III. budg·et [ˈbʌʤɪt] ΡΉΜΑ αμετάβ
IV. budg·et [ˈbʌʤɪt] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
budget ΡΉΜΑ
-
- 1.000.000 Dollar budgetieren
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
cap ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
budget ΡΉΜΑ μεταβ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
| I | cap |
|---|---|
| you | cap |
| he/she/it | caps |
| we | cap |
| you | cap |
| they | cap |
| I | capped |
|---|---|
| you | capped |
| he/she/it | capped |
| we | capped |
| you | capped |
| they | capped |
| I | have | capped |
|---|---|---|
| you | have | capped |
| he/she/it | has | capped |
| we | have | capped |
| you | have | capped |
| they | have | capped |
| I | had | capped |
|---|---|---|
| you | had | capped |
| he/she/it | had | capped |
| we | had | capped |
| you | had | capped |
| they | had | capped |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.