στο λεξικό PONS
I. vor·ge·se·hen ΡΉΜΑ
vorgesehen μετ παρακειμ: vorsehen
I. vor|se·hen1 ανώμ ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. vorsehen (sich in Acht nehmen):
2. vorsehen (aufpassen):
II. vor|se·hen1 ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ
1. vorsehen (eingeplant haben):
III. vor|se·hen1 ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ (bestimmen)
I. vor|se·hen1 ανώμ ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. vorsehen (sich in Acht nehmen):
2. vorsehen (aufpassen):
II. vor|se·hen1 ανώμ ΡΉΜΑ μεταβ
1. vorsehen (eingeplant haben):
III. vor|se·hen1 ανώμ ΡΉΜΑ αμετάβ (bestimmen)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.