στο λεξικό PONS
II. süß [zy:s] ΕΠΊΡΡ
1. süß (mit Zucker zubereitet):
U-Mu·sik [ˈu:-] ΟΥΣ θηλ kein πλ
Un·ter·hal·tungs·mu·sik <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
SMAX ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Einkommen aus Direktinvestitionen ΟΥΣ ουδ ΦΟΡΟΛ
Einkünfte aus nichtselbständiger Arbeit ΟΥΣ θηλ ΦΟΡΟΛ
Einkommen aus Kapitalvermögen ΟΥΣ ουδ ΦΟΡΟΛ
Kapitalerhöhung aus Gesellschaftsmitteln phrase ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Eingänge aus abgeschriebenen Forderungen phrase ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.