ir·re [ˈɪrə] ΕΠΊΘ
irre → irr
I. irr [ɪr] ΕΠΊΘ
1. irr (verrückt):
2. irr (verstört):
II. irr [ɪr] ΕΠΊΡΡ
1. irr (verrückt, verstört):
2. irr αργκ (ausgeflippt):
Ir·re <-> [ˈɪrə] ΟΥΣ θηλ
I. irr [ɪr] ΕΠΊΘ
1. irr (verrückt):
2. irr (verstört):
II. irr [ɪr] ΕΠΊΡΡ
1. irr (verrückt, verstört):
2. irr αργκ (ausgeflippt):
I. ir·ren2 [ˈɪrən] ΡΉΜΑ αμετάβ τυπικ
II. ir·ren2 [ˈɪrən] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα (sich täuschen)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.