I. in·sane [ɪnˈseɪn] ΕΠΊΘ
1. insane ΨΥΧ:
2. insane οικ (crazy):
- insane
-
- insane
-
II. in·sane [ɪnˈseɪn] ΟΥΣ dated
- the insane pl
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.