στο λεξικό PONS
in·quisi·to·rial pro·ˈcedure ΟΥΣ ΝΟΜ
in·quisi·to·rial [ɪnˌkwɪzɪˈtɔ:riəl] ΕΠΊΘ
1. inquisitorial μειωτ (unpleasantly prying):
2. inquisitorial ΝΟΜ τυπικ:
pro·cedure [prə(ʊ)ˈsi:ʤəʳ, αμερικ prəˈsi:ʤɚ] ΟΥΣ
1. procedure (particular course of action):
3. procedure ΝΟΜ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- inquiring
- inquiringly
- inquiry
- inquiry format
- inquisition
- inquisitorial procedure
- inquorate
- in rem
- inroad
- inrush
- ins