Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. extérieur (extérieure) [ɛksteʀjœʀ] ΕΠΊΘ
1. extérieur:
2. extérieur (hors de l'être):
3. extérieur (étranger):
4. extérieur (d'ailleurs):
5. extérieur (apparent):
6. extérieur (sans rapport avec):
II. extérieur ΟΥΣ αρσ
1. extérieur (de boîte, maison, ville, pays):
2. extérieur (étranger):
3. extérieur (monde autour de soi):
4. extérieur (apparence):
6. extérieur ΑΘΛ:
στο λεξικό PONS
extérieur(e) [ɛksteʀjœʀ] ΕΠΊΘ
1. extérieur:
4. extérieur ΠΟΛΙΤ, ΕΜΠΌΡ:
extérieur(e) [ɛksteʀjœʀ] ΕΠΊΘ
1. extérieur:
4. extérieur ΠΟΛΙΤ, ΕΜΠΌΡ:
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- D.E.S.S.
- D.E.U.G.
- D.J.
- D.O.M.
- D.O.M.-T.O.M.
- d'extérieur
- dab
- dacquois
- dacron
- dactyle
- dactylique