στο λεξικό PONS
II. va·nil·la [vəˈnɪlə] ΟΥΣ modifier
vanilla (sauce, flavouring):
III. va·nil·la [vəˈnɪlə] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ μτφ οικ (not unusual)
I. plain [pleɪn] ΕΠΊΘ
1. plain:
2. plain (uncomplicated):
3. plain (clear):
4. plain προσδιορ, αμετάβλ (sheer):
5. plain (unattractive):
II. plain [pleɪn] ΕΠΊΡΡ
plain ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
plain vanilla phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
plain vanilla swap ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.