στο λεξικό PONS
ˈcar·riageway ΟΥΣ βρετ
ahead [əˈhed] ΕΠΊΡΡ
1. ahead αμετάβλ (in front):
2. ahead (more advanced):
3. ahead (in the future):
4. ahead (prior to):
dual [ˈdju:əl, αμερικ esp ˈdu:əl] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
dual carriageway ahead (sign)
- Beginn von Doppelspur ΥΠΟΔΟΜΉ
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.