στο λεξικό PONS
I. broad [brɔ:d, αμερικ also brɑ:d] ΕΠΊΘ
1. broad (wide):
3. broad (obvious):
4. broad (general):
5. broad (wide-ranging):
7. broad (strong):
ˈbroad-leaved ΕΠΊΘ
broad-ˈshoul·dered ΕΠΊΘ
ˈbroad jump ΟΥΣ no pl αμερικ (long jump)
broad-ˈspec·trum ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ
ˈbroad tape ΟΥΣ αμερικ ΟΙΚΟΝ
B-road [ˈbi:rəʊd, αμερικ -roʊd] ΟΥΣ βρετ
-  
-  ≈ Landesstraße θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 broad money ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
broad range of services ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 