Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. exposé (exposée) [ɛkspoze] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
exposé → exposer
II. exposé (exposée) [ɛkspoze] ΕΠΊΘ
1. exposé (situé):
2. exposé (montré):
III. exposé ΟΥΣ αρσ
I. exposer [ɛkspoze] ΡΉΜΑ μεταβ
1. exposer (montrer):
2. exposer (décrire):
4. exposer (mettre en danger):
5. exposer (soumettre à):
II. s'exposer ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
1. s'exposer (se rendre vulnérable):
II. sud [syd] ΟΥΣ αρσ
1. sud (point cardinal):
2. sud (région):
I. orienter [ɔʀjɑ̃te] ΡΉΜΑ μεταβ
1. orienter (positionner):
2. orienter (faire porter):
5. orienter (conseiller):
II. s'orienter ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
στο λεξικό PONS
I. south [ˈsaʊθ] ΟΥΣ
II. south [ˈsaʊθ] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.