Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 vulnerable [βρετ ˈvʌln(ə)rəb(ə)l, αμερικ ˈvəln(ə)rəb(ə)l] ΕΠΊΘ (all contexts)
-  vulnerable
-  vulnérable (to à)
-  pathetically vulnerable
-  
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 -  
-  vulnerable
 
  
  
  
 -  
-  vulnerable
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- vulcanology
- vulgar
- vulgar fraction
- vulgarism
- vulgarity
- vulnerable
- vulture
- vulva
- vuvuzela
- vying
- w
