στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
vulnerable [βρετ ˈvʌln(ə)rəb(ə)l, αμερικ ˈvəln(ə)rəb(ə)l] ΕΠΊΘ (all contexts)
- vulnerable
- vulnerabile (to a)
- pathetically vulnerable
-
στο λεξικό PONS
vulnerable [ˈvʌl·nɚ·ə·bl] ΕΠΊΘ
- vulnerable
-
-
- vulnerable
-
- vulnerable
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.