στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
-
- vulnerabile (to a)
-
- vulnerabile
στο λεξικό PONS
vulnerabile [vul·ne·ˈra:·bi·le] ΕΠΊΘ
1. vulnerabile (feribile):
- vulnerabile
-
2. vulnerabile μτφ (persona, carattere, idea):
- vulnerabile
-
-
- vulnerabile
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.