Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


I. saddle [βρετ ˈsad(ə)l, αμερικ ˈsædl] ΟΥΣ
II. saddle [βρετ ˈsad(ə)l, αμερικ ˈsædl] ΡΉΜΑ μεταβ
horse [βρετ hɔːs, αμερικ hɔrs] ΟΥΣ
5. horse αμερικ (condom):
στο λεξικό PONS
I. saddle [ˈsædl] ΟΥΣ
horse [hɔ:s, αμερικ hɔ:rs] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
I. saddle [ˈsæd·l] ΟΥΣ
horse [hɔrs] ΟΥΣ
1. horse ΖΩΟΛ:
ιδιωτισμοί:
I | saddle |
---|---|
you | saddle |
he/she/it | saddles |
we | saddle |
you | saddle |
they | saddle |
I | saddled |
---|---|
you | saddled |
he/she/it | saddled |
we | saddled |
you | saddled |
they | saddled |
I | have | saddled |
---|---|---|
you | have | saddled |
he/she/it | has | saddled |
we | have | saddled |
you | have | saddled |
they | have | saddled |
I | had | saddled |
---|---|---|
you | had | saddled |
he/she/it | had | saddled |
we | had | saddled |
you | had | saddled |
they | had | saddled |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- sacroiliac
- sacrosanct
- sacrum
- sad
- sadden
- saddle horse
- saddler
- saddlery
- saddle shoes
- saddle soap
- saddle sore