Oxford Spanish Dictionary
I. saddle [αμερικ ˈsædl, βρετ ˈsad(ə)l] ΟΥΣ
1. saddle C:
3. saddle U or C (cut of meat):
II. saddle [αμερικ ˈsædl, βρετ ˈsad(ə)l] ΡΉΜΑ μεταβ
2. saddle (burden):
horse [αμερικ hɔrs, βρετ hɔːs] ΟΥΣ
1. horse C ΖΩΟΛ:
3. horse (cavalry):
- horse + pl ρήμα
- caballería θηλ
στο λεξικό PONS
I. saddle [ˈsædl] ΟΥΣ
horse [hɔ:s, αμερικ hɔ:rs] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
I. saddle [ˈsæd·əl] ΟΥΣ
horse [hɔrs] ΟΥΣ
1. horse ΖΩΟΛ:
ιδιωτισμοί:
I | saddle |
---|---|
you | saddle |
he/she/it | saddles |
we | saddle |
you | saddle |
they | saddle |
I | saddled |
---|---|
you | saddled |
he/she/it | saddled |
we | saddled |
you | saddled |
they | saddled |
I | have | saddled |
---|---|---|
you | have | saddled |
he/she/it | has | saddled |
we | have | saddled |
you | have | saddled |
they | have | saddled |
I | had | saddled |
---|---|---|
you | had | saddled |
he/she/it | had | saddled |
we | had | saddled |
you | had | saddled |
they | had | saddled |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- sacristy
- sacrosanct
- sacrum
- sad
- sadden
- saddle horse
- saddler
- saddlery
- saddle sore
- saddle-sore
- saddlesore