στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. saddle [βρετ ˈsad(ə)l, αμερικ ˈsædl] ΟΥΣ
II. saddle [βρετ ˈsad(ə)l, αμερικ ˈsædl] ΡΉΜΑ μεταβ
2. saddle (impose):
3. saddle (enter in race) trainer:
- saddle horse
-
I. horse [βρετ hɔːs, αμερικ hɔrs] ΟΥΣ
II. horse [βρετ hɔːs, αμερικ hɔrs] ΡΉΜΑ μεταβ
IV. horse [βρετ hɔːs, αμερικ hɔrs]
στο λεξικό PONS
I. saddle [ˈsæ·dl] ΟΥΣ
horse [hɔ:rs] ΟΥΣ
1. horse ΖΩΟΛ:
ιδιωτισμοί:
I | saddle |
---|---|
you | saddle |
he/she/it | saddles |
we | saddle |
you | saddle |
they | saddle |
I | saddled |
---|---|
you | saddled |
he/she/it | saddled |
we | saddled |
you | saddled |
they | saddled |
I | have | saddled |
---|---|---|
you | have | saddled |
he/she/it | has | saddled |
we | have | saddled |
you | have | saddled |
they | have | saddled |
I | had | saddled |
---|---|---|
you | had | saddled |
he/she/it | had | saddled |
we | had | saddled |
you | had | saddled |
they | had | saddled |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.