Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
II. poor [βρετ pɔː, pʊə, αμερικ pʊr, pɔr] ΕΠΊΘ
1. poor (not wealthy):
2. poor never προσδιορ:
3. poor (deserving pity):
στο λεξικό PONS
I. poor [pʊəʳ, αμερικ pʊr] ΕΠΊΘ
2. poor (of inadequate quality):
I. poor [pʊr] ΕΠΊΘ
2. poor (of inadequate quality):
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.