στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. minore [miˈnore] ΕΠΊΘ
II. minore [miˈnore] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. minore (il più giovane):
- maltrattamento di minori
-
στο λεξικό PONS
I. minore [mi·ˈno:·re] ΕΠΊΘ συγκρ di piccolo
II. minore [mi·ˈno:·re] ΟΥΣ αρσ θηλ
I. piccolo (-a) <più piccolo [o minore], piccolissimo [o minimo]> [ˈpik·ko·lo] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.