στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 entità <πλ entità> [entiˈta] ΟΥΣ θηλ
1. entità:
2. entità (essere, cosa):
-  entità
-  
3. entità ΦΙΛΟΣ:
-  entità
-  
 
  
 -  
-  entità θηλ
-  
-  entità θηλ
στο λεξικό PONS
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
