στο λεξικό PONS
krank <kränker, kränkste> [kraŋk] ΕΠΊΘ
1. krank ΙΑΤΡ (nicht gesund):
Bun·des·rechts·an·walts·kam·mer <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ ΝΟΜ
I. krass, kraßπαλαιότ [kras] ΕΠΊΘ
1. krass (auffallend):
kraus [kraus] ΕΠΊΘ
Stirn <-, -en> [ʃtɪrn] ΟΥΣ θηλ
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
BAK-Grundsätze ΟΥΣ ουδ ΚΡΆΤΟς
Taka ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.