στο λεξικό PONS
I. ide·al [ideˈa:l] ΕΠΊΘ
Ide·al <-s, -e> [ideˈa:l] ΟΥΣ ουδ
1. Ideal (erstrebenswerte Idee):
Da·vis·po·kal <-s, ohne pl -s, ohne pl>, Da·vis-Pokal ΟΥΣ αρσ (Tennispokal)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Real-Time-Kurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Share Deal ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
Kalte Kraftbrühe ΟΥΣ θηλ ΜΑΓΕΙΡ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
ALG ΟΥΣ ουδ
ALG συντομογραφία: Arbeitslosengeld
Ar·beits·lo·sen·geld <-(e)s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
lokal ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.