an·es·thet·ic ΟΥΣ αμερικ
anesthetic → anaesthetic
I. an·aes·thet·ic, αμερικ also an·es·thet·ic [ˌænəsˈθetɪk, αμερικ -ˈθet̬-] ΟΥΣ
II. an·aes·thet·ic, αμερικ also an·es·thet·ic [ˌænəsˈθetɪk, αμερικ -ˈθet̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. an·aes·thet·ic, αμερικ also an·es·thet·ic [ˌænəsˈθetɪk, αμερικ -ˈθet̬-] ΟΥΣ
II. an·aes·thet·ic, αμερικ also an·es·thet·ic [ˌænəsˈθetɪk, αμερικ -ˈθet̬-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
lo·cal an·aes·ˈthet·ic ΟΥΣ ΙΑΤΡ
gen·er·al an·aes·ˈthet·ic ΟΥΣ no pl
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.