στο λεξικό PONS
Reim <-[e]s, -e> [raim] ΟΥΣ αρσ
ιδιωτισμοί:
Keim <-[e]s, -e> [kaim] ΟΥΣ αρσ
4. Keim μτφ (Ausgangspunkt):
CIM <-> ΟΥΣ αρσ kein πλ
CIM Η/Υ συντομογραφία: computer integrated manufacturing
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
fixe Absicherung phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Real-Time-Kurs ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
MFI ΟΥΣ ουδ
monetäre Finanzinstitute phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.