Fri·seur <-s, -e> [friˈzø:ɐ̯] ΟΥΣ αρσ ΟΔΓ, A
1. Friseur (Person):
2. Friseur (Geschäft):
- Friseur
-
Fri·seu·se <-, -n> [friˈzø:zə] ΟΥΣ θηλ παρωχ οικ
Fri·seur <-s, -e> [friˈzø:ɐ̯] ΟΥΣ αρσ ΟΔΓ, A
1. Friseur (Person):
2. Friseur (Geschäft):
- Friseur
-
- Frisör ist eingedeutscht für Friseur
-
-
- Friseur(in) αρσ (θηλ) <-s, -e>
-
- Friseur (Friseuse) αρσ (θηλ) <-s, -e>
-
- Friseur(Friseuse) αρσ (θηλ) <-s, -e>
-
- Friseur(Friseuse) αρσ (θηλ) <-s, -e>
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.