Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


I. femme [fam] ΟΥΣ θηλ
1. femme (adulte de sexe féminin):
2. femme (comme archétype):
II. femme(-) ΣΎΝΘ
III. femme [fam]


στο λεξικό PONS


femme [fam] ΟΥΣ θηλ
1. femme (↔ homme):
2. femme (épouse):
4. femme (profession):


femme [fam] ΟΥΣ θηλ
1. femme (↔ homme):
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.