Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
uniquement [ynikmɑ̃] ΕΠΊΡΡ
1. uniquement (exclusivement):
- uniquement
-
- programme uniquement consacré à la littérature
-
- en vente uniquement par correspondance/par abonnement
-
2. uniquement (seulement):
- délivré uniquement sur ordonnance
-
-
- uniquement
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.