στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
option [βρετ ˈɒpʃ(ə)n, αμερικ ˈɑpʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. option (something chosen):
2. option (possibility of choosing):
3. option:
4. option βρετ (course of study):
I. soft [βρετ sɒft, αμερικ sɔft] ΕΠΊΘ
1. soft (yielding, not rigid or firm):
2. soft (muted):
3. soft (gentle, mild):
6. soft (lenient):
10. soft (cowardly):
- soft οικ
-
11. soft (stupid):
II. soft [βρετ sɒft, αμερικ sɔft] ΕΠΊΡΡ
soft → softly
στο λεξικό PONS
soft [sɑft] ΕΠΊΘ
1. soft (not hard):
2. soft (smooth):
6. soft (lenient):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.