στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
ill treatment [βρετ ˌɪl ˈtriːtmənt, αμερικ ˈɪl ˈtritmənt] ΟΥΣ
treatment [βρετ ˈtriːtm(ə)nt, αμερικ ˈtritmənt] ΟΥΣ
1. treatment (of person):
2. treatment (analysis):
3. treatment ΙΑΤΡ:
4. treatment:
I'll [βρετ ʌɪl, αμερικ aɪl] contr.
I'll → I shall, I will
I. ill [βρετ ɪl, αμερικ ɪl] ΕΠΊΘ
II. ill [βρετ ɪl, αμερικ ɪl] ΟΥΣ
III. ill [βρετ ɪl, αμερικ ɪl] ΕΠΊΡΡ τυπικ
1. ill (badly):
στο λεξικό PONS
ill-treatment [ˌɪl·ˈtri:t·mənt] ΟΥΣ
treatment [ˈtri:t·mənt] ΟΥΣ
1. treatment:
2. treatment ΙΑΤΡ:
I. ill [ɪl] ΕΠΊΘ
I'll [aɪl]
I'll = I will, will
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.