στο λεξικό PONS
ˈshoe shop, ˈshoe store ΟΥΣ
shoe-re·ˈpair shop ΟΥΣ
I. shoe [ʃu:] ΟΥΣ
1. shoe (for foot):
ιδιωτισμοί:
I. shop [ʃɒp, αμερικ ʃɑ:p] ΟΥΣ
1. shop (store):
2. shop βρετ, αυστραλ (shopping):
3. shop (workshop):
II. shop <-pp-> [ʃɒp, αμερικ ʃɑ:p] ΡΉΜΑ αμετάβ
| I | shoe |
|---|---|
| you | shoe |
| he/she/it | shoes |
| we | shoe |
| you | shoe |
| they | shoe |
| I | shod / αμερικ επίσ shoed |
|---|---|
| you | shod / αμερικ επίσ shoed |
| he/she/it | shod / αμερικ επίσ shoed |
| we | shod / αμερικ επίσ shoed |
| you | shod / αμερικ επίσ shoed |
| they | shod / αμερικ επίσ shoed |
| I | have | shod / αμερικ επίσ shoed |
|---|---|---|
| you | have | shod / αμερικ επίσ shoed |
| he/she/it | has | shod / αμερικ επίσ shoed |
| we | have | shod / αμερικ επίσ shoed |
| you | have | shod / αμερικ επίσ shoed |
| they | have | shod / αμερικ επίσ shoed |
| I | had | shod / αμερικ επίσ shoed |
|---|---|---|
| you | had | shod / αμερικ επίσ shoed |
| he/she/it | had | shod / αμερικ επίσ shoed |
| we | had | shod / αμερικ επίσ shoed |
| you | had | shod / αμερικ επίσ shoed |
| they | had | shod / αμερικ επίσ shoed |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.