στο λεξικό PONS
ˈsales ex·ecu·tive ΟΥΣ
sale [seɪl] ΟΥΣ
1. sale (act of selling):
2. sale (amount sold):
3. sale (at reduced prices):
4. sale (auction):
5. sale pl (department):
I. ex·ecu·tive [ɪgˈzekjətɪv, eg-, αμερικ -t̬ɪv] ΟΥΣ
1. executive (manager):
2. executive + ενικ/pl ρήμα:
3. executive (in law office):
II. ex·ecu·tive [ɪgˈzekjətɪv, eg-, αμερικ -t̬ɪv] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. executive (administrative):
2. executive (managerial):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
sale ΟΥΣ handel
-
- Veräußerung θηλ
executive ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.