στο λεξικό PONS
limi·ˈta·tion pe·ri·od ΟΥΣ ΝΟΜ
limi·ta·tion [ˌlɪmɪˈteɪʃən] ΟΥΣ
1. limitation no pl (restriction):
2. limitation usu pl μειωτ (shortcomings):
3. limitation no pl (action):
4. limitation ΝΟΜ:
I. pe·ri·od [ˈpɪəriəd, αμερικ ˈpɪr-] ΟΥΣ
1. period (length of time):
2. period (lesson):
3. period:
4. period ΓΕΩΛ:
5. period οικ (menstruation):
II. pe·ri·od [ˈpɪəriəd, αμερικ ˈpɪr-] ΟΥΣ modifier
1. period:
2. period (concerning menstruation):
- period cramps, days
-
limitation ΟΥΣ
-
- Verjährungsfrist θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
period of limitation ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- liminal
- limit
- limit A
- limit agreement
- limitation
- limitation period
- limit B
- limit C
- limit control system
- limit cycle
- limit D