στο λεξικό PONS
gov·ern·ment lia·ˈbil·ity ΟΥΣ (insurance)
lia·bil·ity [ˌlaɪəˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ
1. liability no pl (legal responsibility):
2. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debts):
3. liability ΧΡΗΜΑΤΟΠ (debtors):
- liabilities pl
- Kreditoren pl
I. gov·ern·ment [ˈgʌvənmənt, αμερικ -vɚ(n)-] ΟΥΣ
1. government (body):
2. government (system):
3. government no pl (act):
II. gov·ern·ment [ˈgʌvənmənt, αμερικ -vɚ(n)-] ΟΥΣ modifier
government (buildings, funding, offices, officials, sources, spokesperson):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
government liability ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
liability ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.