στο λεξικό PONS
equali·za·tion [ˌi:kwəlaɪˈzeɪʃən, αμερικ -lɪˈ-] ΟΥΣ
I. grant [grɑ:nt, αμερικ grænt] ΟΥΣ
II. grant [grɑ:nt, αμερικ grænt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. grant (allow):
2. grant (transfer legally):
3. grant τυπικ (consent to fulfil):
4. grant (admit to):
ιδιωτισμοί:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
equalization grant ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
grant ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
-
- Subvention θηλ
grant ΡΉΜΑ μεταβ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
| I | grant |
|---|---|
| you | grant |
| he/she/it | grants |
| we | grant |
| you | grant |
| they | grant |
| I | granted |
|---|---|
| you | granted |
| he/she/it | granted |
| we | granted |
| you | granted |
| they | granted |
| I | have | granted |
|---|---|---|
| you | have | granted |
| he/she/it | has | granted |
| we | have | granted |
| you | have | granted |
| they | have | granted |
| I | had | granted |
|---|---|---|
| you | had | granted |
| he/she/it | had | granted |
| we | had | granted |
| you | had | granted |
| they | had | granted |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- eq equiv
- equable
- equably
- equal
- equalise
- equalization grant
- equalization payment
- equalization store
- equalize
- equalizer
- equalizing item