στο λεξικό PONS
equali·ˈza·tion pay·ment ΟΥΣ
equali·za·tion [ˌi:kwəlaɪˈzeɪʃən, αμερικ -lɪˈ-] ΟΥΣ
pay·ment [ˈpeɪmənt] ΟΥΣ
1. payment (sum):
payment ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
equalization payment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
equalization payment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
payment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Abrechnung θηλ
-
- Begleichung θηλ
payment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- equable
- equably
- equal
- equalise
- equality
- equalization payment
- equalization store
- equalize
- equalizer
- equalizing item
- equally