στο λεξικό PONS
 
  
 Aus·gleichs·leis·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-  Ausgleichsleistung
-  
 
  
 -  
-  Ausgleichsleistung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
 
  
 Ausgleichsleistung ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  Ausgleichsleistung
-  
 
  
 -  
-  Ausgleichsleistung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
