στο λεξικό PONS
en·try [ˈentri] ΟΥΣ
1. entry:
2. entry:
3. entry (right of membership):
4. entry:
6. entry:
8. entry (in bookkeeping):
9. entry ΝΟΜ:
ˈbal·anc·ing en·try ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈen·try quali·fi·ca·tions ΟΥΣ πλ
ˈen·try visa ΟΥΣ
ˈen·try test ΟΥΣ
-
- Zulassungstest αρσ
ˈen·try tax ΟΥΣ
entry point ΟΥΣ
-
- Einsprungpunkt αρσ
entry price ΟΥΣ
-
- Einstiegspreis αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
entry amount ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
compound entry ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
balancing entry ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
memorandum entry ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
offsetting entry ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
allocation entry ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
journal entry ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
border crossing point, point of entry
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
entry ΥΠΟΔΟΜΉ
entry time ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ, traffic flow
angle of entry traffic flow, ΥΠΟΔΟΜΉ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.