στο λεξικό PONS
in·den·ta·tion [ˌɪndenˈteiʃən] ΟΥΣ
1. indentation ΤΥΠΟΓΡ:
2. indentation:
I. deep [di:p] ΕΠΊΘ
1. deep (not shallow):
2. deep (full):
3. deep (engrossed):
4. deep (extending back):
6. deep (profound):
7. deep book, discussion, meaning:
II. deep [di:p] ΕΠΊΡΡ
1. deep (far down):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
deep ΕΠΊΘ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
deep indentation
indentation [ˌɪndenˈteɪʃn] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- deep end
- deepened valley
- deepening
- deepfake
- deep-freeze
- deep indentation
- deep kiss
- deep-laid
- deeply
- deeply indebted
- deepness