E <pl -'s>, e <pl -'s [or -s]> [i:] ΟΥΣ
2. E ΜΟΥΣ:
A4 ΟΥΣ βρετ
A συντομογραφία: A level
A1 <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
1. A (hypothetical person, thing):
A <pl -s [or -'s]>, a <pl -'s [or -s]> [eɪ] ΟΥΣ
II. E2 [i:] ΕΠΊΘ
E → eastern
east·ern [ˈi:stən, αμερικ -ɚn] ΕΠΊΘ
1. eastern location:
2. eastern (Asian):
I. east [i:st] ΟΥΣ no pl
1. east (compass point):
2. east (part of country, region):
II. east [i:st] ΕΠΊΘ
I. E3 [i:] ΟΥΣ οικ
A&E
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- dado
- daemon
- daff
- daffodil
- daffy
- daguerr(e)otype
- daguerrotype daguerreotype
- dahlia
- daikon
- Dáil
- Dáil Éireann