στο λεξικό PONS
I. east [i:st] ΟΥΣ no pl
1. east (compass point):
2. east (part of country, region):
II. east [i:st] ΕΠΊΘ
I. south-ˈeast ΟΥΣ no pl
II. south-ˈeast ΕΠΊΘ αμετάβλ
III. south-ˈeast ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
- south-east
-
East ˈGer·ma·ny ΟΥΣ no pl
1. East Germany (eastern part of Germany):
- East Germany
- Ostdeutschland ουδ
2. East Germany ιστ (German Democratic Republic):
- East Germany
-
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.